σύγκλυση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σύγκλυση | οι | συγκλύσεις |
γενική | της | σύγκλυσης* | των | συγκλύσεων |
αιτιατική | τη | σύγκλυση | τις | συγκλύσεις |
κλητική | σύγκλυση | συγκλύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συγκλύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σύγκλυση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική σύγκληση (πλημμύρα) < συγκλύζω. Μορφολογικά αναλύεται σε σύγ- + κλύ(ζω) + -ση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsiŋ.ɡli.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύ‐γκλυ‐ση
- παλιότερος συλλαβισμός : σύγ‐κλυ‐ση
- ομόηχα: σύγκλειση, σύγκληση, σύγκλιση
Ουσιαστικό
επεξεργασίασύγκλυση θηλυκό
- πλημμύρα
- (μετεωρολογία) πολυομβρία, ραγδαία βροχή
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σύγκλυση
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .