πολυομβρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυομβρία < ελληνιστική κοινή πολυομβρία < πολύομβρος < αρχαία ελληνική πολύς + ὄμβρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολυομβρία θηλυκό
- (μετεωρολογία, λόγιο) πολλές βροχοπτώσεις και με μεγάλη διάρκεια
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολυομβρία
|
Πηγές
επεξεργασία- πολυομβρία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πολυομβρία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)