Ετυμολογία

επεξεργασία
κλύζω < λείπει η ετυμολογία

κλύζω

  1. (για θάλασσα) βρέχω ή περιβρέχω με κύματα,
    ※  8oς αιώνας πκε, Pseudo-Homer, Βατραχομυομαχία, στίχος 76
    ὕδασι πορφυρέοισιν ἐκλύζετο, πολλὰ δ᾽ ἐβώστρει·
    νερά ολοσκότεινα τον έλουζαν κι όλο έκραζε βοήθεια.
    Μετάφραση (1978), Νικόλαος Κοτσελίδης, @greek‑language.gr
  2. πλημμυρίζω
  3. (για κύμα) σπάω
  4. ξεπλένω με νερό ή άλλο υγρό, καθαρίζω
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 1193
    θάλασσα κλύζει πάντα τἀνθρώπων κακά.
    Κακό του ανθρώπου η θάλασσα το πλένει.
    Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία, 1979:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
  5. ρίχνω υγρό στα αυτιά και τα καθαρίζω
  6. καλύπτω ή αλείφω με κερί
  7. (στην παθητική φωνή) (για θάλασσα) παφλάζω, σηκώνομαι σε κύματα
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 541
    ἐκλύσθη δὲ θάλασσα κατερχομένης ὑπὸ πέτρης·
    Η πέτρα πέφτοντας, φουρτούνιασε τη θάλασσα·
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία