Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κλυστήρ οἱ κλυστῆρες
      γενική τοῦ κλυστῆρος τῶν κλυστήρων
      δοτική τῷ κλυστῆρ τοῖς κλυστῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν κλυστῆρ τοὺς κλυστῆρᾰς
     κλητική ! κλυστήρ κλυστῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κλυστῆρε
γεν-δοτ τοῖν  κλυστήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλυστήρ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλυστήρ, -ῆρος αρσενικό

  1. (ιατρική) σύριγγα για κλύσμα
    ※  5ος αιώνας πκε Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 2.197, @scaife.perseus
    ἢν γυναικὶ ὕδωρ ῥέῃ ἐκ τῶν αἰδοίων, λαβὼν ῥητίνην ξηρὴν καὶ μυρίκης πέταλα καὶ λίνου καρπὸν τρῖψαι ἐν οἴνῳ, καὶ μῖξαι ἐν ὄρνιθος στέατι, καὶ ἐγχέαι ἐς τὰ αἰδοῖα κλυστῆρι.
    ※  5ος αιώνας πκε Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 2.179, @scaife.perseus
    Λαβὼν μέλι, κηρὸν καὶ λίνου πέταλα, τρίψας λεῖα καὶ ὄρνιθος στέαρ, οἵνῳ εὐώδει, χλιήνας, ἔγχεον ἐς τὰς μήτρας κλυστῆρι·
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 87.2
    ἐπεὰν [τοὺς] κλυστῆρας πλήσωνται τοῦ ἀπὸ κέδρου ἀλείφατος γινομένου, ἐν ὦν ἔπλησαν τοῦ νεκροῦ τὴν κοιλίην, οὔτε ἀναταμόντες αὐτὸν οὔτε ἐξελόντες τὴν νηδύν,
    γεμίζουν πρώτα τα κλύσματα με λάδι που βγαίνει από κέδρο και ύστερα γεμίζουν με αυτό την κοιλιά του νεκρού, που δεν τον ανοίγουν ούτε του πλένουν την κοιλιά,
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  2. (ιατρική) κλύσμα
    ※  2ος↓ αιώνας Γαληνός, De ptisana, 6, p.830 @scaife.perseus
    τοῦ γὰρ κάμνοντος κλυστῆρος δεομένου διὰ τὴν τῶν περιττωμάτων κάθαρσιν, ἢ φλεβοτομίας διὰ περιουσίαν αἵματος καὶ τῆς ὀδύνης, μὴ ἐνδεούσης χρείαν ἔχοντος ὀδύνης αἴτιον πλῆθος, αἰτία θανάτου γέγονεν ἡ πτισάνη προσφερομένη, τάχα καὶ αὐτὴ καὶ διπλασιάζουσα τὸ πλῆθος.

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία