διακλυσμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διακλυσμός < ελληνιστική κοινή διακλυσμός < αρχαία ελληνική διακλύζω < διά + κλύζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιακλυσμός ουδέτερο
- ο καθαρισμός κάποιας σωματικής κοιλότητας με κλύσμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία διακλυσμός
|