Δείτε: συγκλείσεως, συγκλήσεως, συγκλίσεως, συγκλύσεως

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

συγκλίσεως θηλυκό