ha
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
Ετυμολογία enΕπεξεργασία
φυσική λεκτική εκφορά: μεσοαγγλικά: ha
ΠροφοράΕπεξεργασία
/hɑː/
ΕπιφώνημαΕπεξεργασία
ha (en)
- χρησιμοποιείται για να εκφράσει έκπληξη, υποψία, θριάμβο κτλ.
Ιταλικά (it) Επεξεργασία
Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία
- τρίτο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ha (it)
- χα το λέμε όταν γελάμε - χα χα χα
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Ουγγρικά (hu) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΣύνδεσμοςΕπεξεργασία
ha (hu)
Σουηδικά (sv) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
ha (sv)