Δείτε επίσης: IF
ΔΦΑ : /ɪf/

Σύνδεσμος

επεξεργασία

if (en)

  • αν, να, έτσι και, χρησιμοποιείται για να πει ότι ένα πράγμα μπορεί να συμβεί, θα συμβεί ή θα είναι αλήθεια, αλλά ότι εξαρτάται από το γεγονός ότι κάτι άλλο συμβαίνει ή είναι αληθινό
      If you go, I will come too.
    Αν πας, θα έρθω κι εγώ.
      If you went now/tomorrow, I would come too.
    Αν πήγαινες τώρα/αύριο, θα ερχόμουν κι εγώ.
      If you had gone yesterday, I would have come too.
    Αν πήγαινες χτες, θα ερχόμουν κι εγώ.
      If it wasn’t for you, I would have failed.
    Αν δεν ήσουν εσύ, θα είχα αποτύχει.
      Where else does the poet find inspiration if not in isolation?
    Πού αλλού βρίσκει ο ποιητής έμπνευση αν όχι στην απομόνωση;
      If my team wins, I promise you all a celebration.
    Να κερδίσει η ομάδα μου και σας υπόσχομαι γλέντι.
      If he comes, he will stay.
    Έτσι κι έρθει θα μένει.

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • χρησιμοποιείται να σχηματίσει το conditional mood στα αγγλικά

Εκφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία
if < γαλατική ivos

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
if ifs

if (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία