Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τάξος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τάξος αρσενικό

  • ίταμος,ήμερο έλατο

  Μεταφράσεις επεξεργασία