Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τάξος αρσενικό

Μεταφράσεις

επεξεργασία

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

επεξεργασία
τάξος < (άμεσο δάνειο) λατινική taxus (ήμερο έλατο)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τάξος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)