αβάσταχτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αβάσταχτος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀβάστακτος[1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈva.sta.xtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βά‐στα‐χτος
Επίθετο
επεξεργασίααβάσταχτος, -η, -ο
- που δεν αντέχεται
- ⮡ αβάσταχτος πόνος
- (μεταφορικά) που δεν μπορεί να συγκρατηθεί
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αβάσταχτος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αβάσταχτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αβάσταχτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)