Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αβάσταχτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αβάσταχτ
ος
η
αβάσταχτ
η
το
αβάσταχτ
ο
γενική
του
αβάσταχτ
ου
της
αβάσταχτ
ης
του
αβάσταχτ
ου
αιτιατική
τον
αβάσταχτ
ο
την
αβάσταχτ
η
το
αβάσταχτ
ο
κλητική
αβάσταχτ
ε
αβάσταχτ
η
αβάσταχτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αβάσταχτ
οι
οι
αβάσταχτ
ες
τα
αβάσταχτ
α
γενική
των
αβάσταχτ
ων
των
αβάσταχτ
ων
των
αβάσταχτ
ων
αιτιατική
τους
αβάσταχτ
ους
τις
αβάσταχτ
ες
τα
αβάσταχτ
α
κλητική
αβάσταχτ
οι
αβάσταχτ
ες
αβάσταχτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αβάσταχτος
<
α-
+
βαστάζω
Επίθετο
επεξεργασία
αβάσταχτος
και
αβάστακτος
,
αβάσταγος
που δεν
αντέχεται
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αβάσταχτος
αγγλικά
:
unbearable
(en)
γαλλικά
:
insoutenable
(fr)
εβραϊκά
:
בלתי נסבל
(he)
εσθονικά
:
väljakannatamatu
(et)
ισπανικά
:
insoportable
(es)
,
inaguantable
(es)