αβάστακτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αβάστακτος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀβάστακτος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈva.sta.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βά‐στα‐κτος
Επίθετο
επεξεργασίααβάστακτος, -η, -ο
- άλλη μορφή του αβάσταχτος
Πηγές
επεξεργασία- αβάσταχτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)