insupportable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- insupportable < λατινική insupportabilis
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
insupportable | insupportables |
insupportable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη supporter