ενικός         πληθυντικός  
insoutenable insoutenables

  Επίθετο

επεξεργασία

insoutenable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αστήριχτος
  2. αβάσταχτος, ανυπόφορος, αβάσταγος