αστήριχτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αστήριχτος < αστήρικτος
Επίθετο επεξεργασία
αστήριχτος, -η, -ο
- άλλη μορφή του αστήρικτος
- οι κατηγορίες που μου απευθύνεις είναι αστήριχτες
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη στηρίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αστήριχτος
|