αστήρικτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αστήρικτος < (ελληνιστική κοινή) ἀστήρικτος (2.σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική insoutenable)
Επίθετο επεξεργασία
αστήρικτος, -η, -ο
- που δεν στηρίζεται κάπου, που δεν έχει φυσικό έρεισμα, στήριγμα ή στήριξη
- που δεν στηρίζεται κάπου, που δεν έχει λογικό έρεισμα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αστήρικτος
|