ενεστώτας contain
γ΄ ενικό ενεστώτα contains
αόριστος contained
παθητική μετοχή contained
ενεργητική μετοχή containing

contain (en) (όχι στα continuous tenses)

  1. περιέχω, περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω
    ⮡  The bill contains several clauses on tax evasion.
    Το νομοσχέδιο περιέχει πολλές διατάξεις για τη φοροδιαφυγή.
    ⮡  This atlas contains 30 maps.
    Αυτός ο άτλαντας περιλαμβάνει 30 χάρτες.
    ⮡  All the land that is contained within these boundaries…
    Όλη η γη που συμπεριλαμβάνεται μέσα σ' αυτά τα όρια…
     συνώνυμα: include
  2. συγκρατώ, εμποδίζω κάτι επιβλαβές να μεταδοθεί ή να επιδεινωθεί
    ⮡  We are containing inflation.
    Συγκρατούμε τον πληθωρισμό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη curb

Συγγενικά

επεξεργασία