contain
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | contain |
γ΄ ενικό ενεστώτα | contains |
αόριστος | contained |
παθητική μετοχή | contained |
ενεργητική μετοχή | containing |
Ρήμα
επεξεργασίαcontain (en) (όχι στα continuous tenses)
- περιέχω, περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω
- ⮡ The bill contains several clauses on tax evasion.
- Το νομοσχέδιο περιέχει πολλές διατάξεις για τη φοροδιαφυγή.
- ⮡ This atlas contains 30 maps.
- Αυτός ο άτλαντας περιλαμβάνει 30 χάρτες.
- ⮡ All the land that is contained within these boundaries…
- Όλη η γη που συμπεριλαμβάνεται μέσα σ' αυτά τα όρια…
- ≈ συνώνυμα: include
- ⮡ The bill contains several clauses on tax evasion.
- συγκρατώ, εμποδίζω κάτι επιβλαβές να μεταδοθεί ή να επιδεινωθεί
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- contain - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 684, 685-686, 838. ISBN 9780194325684., λήμμα: περιέχω, περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω