βαστιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βαστιέμαι < παθητική φωνή του βαστώ
Ρήμα
επεξεργασίαβαστιέμαι
- συγκρατούμαι
- περίμενε με μεγάλη αγωνία αυτο το ταξίδι και την προηγούμενη μέρα δεν βαστιότανε πια
- βαστιέμαι καλά: είμαι πλούσιος