Ετυμολογία

επεξεργασία
βαστιέμαι < παθητική φωνή του βαστώ

βαστιέμαι

  1. συγκρατούμαι
    περίμενε με μεγάλη αγωνία αυτο το ταξίδι και την προηγούμενη μέρα δεν βαστιότανε πια
  2. βαστιέμαι καλά: είμαι πλούσιος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία