Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βαστηγμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Άλλες μορφές
1.1.2
Συγγενικά
1.1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βαστηγμέν
ος
η
βαστηγμέν
η
το
βαστηγμέν
ο
γενική
του
βαστηγμέν
ου
της
βαστηγμέν
ης
του
βαστηγμέν
ου
αιτιατική
τον
βαστηγμέν
ο
τη
βαστηγμέν
η
το
βαστηγμέν
ο
κλητική
βαστηγμέν
ε
βαστηγμέν
η
βαστηγμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βαστηγμέν
οι
οι
βαστηγμέν
ες
τα
βαστηγμέν
α
γενική
των
βαστηγμέν
ων
των
βαστηγμέν
ων
των
βαστηγμέν
ων
αιτιατική
τους
βαστηγμέν
ους
τις
βαστηγμέν
ες
τα
βαστηγμέν
α
κλητική
βαστηγμέν
οι
βαστηγμέν
ες
βαστηγμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
βαστηγμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
βαστάζω
και
βαστάω
-
βαστώ
Άλλες μορφές
επεξεργασία
βασταγμένος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
βαστώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βαστηγμένος