Ετυμολογία

επεξεργασία
ενδείκνυμαι < αρχαία ελληνική ἐνδείκνυμαι < ἐνδείκνυμι

ενδείκνυμαι

  • είμαι κατάλληλος για μία περίσταση/κατάσταση, στη νεοελληνική συνήθως για άψυχα και αφηρημένα ουσιαστικά, κατά κανόνα στο τρίτο πρόσωπο, για κάτι που είναι πρέπον, όπως πρέπει, όπως απαιτούν οι συνθήκες, που συνιστάται προτρεπτικά ως σωστό αλλά που δεν επιβάλλεται
Για την περίπτωσή σας ενδείκνυται ένα ισχυρότερο σκεύασμα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία