Δείτε επίσης: συνιστῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνιστώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνιστῶ < συνίστημι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.niˈsto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐νι‐στώ

συνιστώ, αόρ.: συνέστησα/σύστησα, παθ.φωνή: συνιστώμαι, π.αόρ.: συστάθηκα, μτχ.π.π.: συστημένος

  1. ιδρύω, εγκαθιδρύω, εδραιώνω, συγκροτώ, θεσμοθετώ
    ⮡  Συστήσανε μαζί μια εταιρεία, αλλά δεν πήγε καλά η συνεργασία τους.
  2. προτείνω, υποδεικνύω, συμβουλεύω, προτρέπω
    ⮡  σας συνιστώ αυτό το προϊόν
    ⮡  σας συνιστώ να απευθυνθείτε σε δικηγόρο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

συνιστώ, παθ.φωνή: συνίσταμαι (μόνο στο ενεστωτικό θέμα)

Σημειώσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία