Δείτε επίσης: συνιστῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

συνιστώ, αόρ.: συνέστησα/σύστησα, παθ.φωνή: συνιστώμαι, π.αόρ.: συστάθηκα, μτχ.π.π.: συστημένος

  1. ιδρύω, εγκαθιδρύω, εδραιώνω, συγκροτώ, θεσμοθετώ
      Συστήσανε μαζί μια εταιρεία, αλλά δεν πήγε καλά η συνεργασία τους.
  2. προτείνω, υποδεικνύω, συμβουλεύω, προτρέπω
      σας συνιστώ αυτό το προϊόν
      σας συνιστώ να απευθυνθείτε σε δικηγόρο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

συνιστώ, παθ.φωνή: συνίσταμαι (μόνο στο ενεστωτικό θέμα)

Σημειώσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία