συνιστώ
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συνιστώ < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική συνιστῶ < συνίστημι
- (ιδρύω, αποτελώ) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική constituer[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.niˈsto/
- συλλαβισμός : συ‐νι‐στώ
ΡήμαΕπεξεργασία
συνιστώ, αόριστος: συνέστησα ή σύστησα
- ιδρύω, εγκαθιδρύω, εδραιώνω, συγκροτώ (παθητική συνιστώμαι), θεσμοθετώ
- σχηματίζω, συνθέτω, συγκροτώ, συναποτελώ (παθητική συνίσταμαι)
- προτείνω, υποδεικνύω (παθητική συνιστώμαι)
- σας συνιστώ αυτό το προϊόν
- σας συνιστώ να απευθυνθείτε σε δικηγόρο
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- δείτε τις σημειώσεις για το ρήμα συστήνω
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- συστήνω και (λαϊκότροπο) συσταίνω
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
συνιστώ
|
Επεξεργασία
- ↑ «συνιστώ» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.