Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική πρέπον πρέποντα
Γενική πρέποντος πρεπόντων
Αιτιατική πρέπον πρέποντα
Κλητική πρέπον πρέποντα


  Ετυμολογία επεξεργασία

πρέπον < από το ουδέτερο της μετοχής πρέπων

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρέπον ουδέτερο

  1. το σωστό
    Ξέρω ότι δεν μιλάς με την πρώην σου, αλλά παντρεύεται η κόρη σας και είναι πρέπον να συμμετάσχεις ως πατέρας σε όλα
    Πρέπει να κάνεις το πρέπον όσο δυσάρεστο κι αν σου είναι

  Μεταφράσεις επεξεργασία