Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
convenable convenables

convenable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αρμόζων, καθωσπρέπει, ταιριαστός
  2. ικανοποιητικός
  3. ευπρεπής
  4. βολικός

Συγγενικά

επεξεργασία