ἐνδείκνυμι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἐνδείκνυμι και ἐνδεικνύω
- δείχνω, φανερώνω, υποδεικνύω, καταγγέλλω, καταμηνύω
- μέσο, ἐνδείκνυμαι : αποτείνω το λόγο, εξηγώ, απολογούμαι, αποδεικνύω
- δείχνω προθυμία, προθυμοποιούμαι
- κάνω επίδειξη
- πουλάω εκδούλευση
Συγγενικά
επεξεργασίαἐνδεικτικός ἔνδειξις, -εως