Δείτε επίσης: ἀποτείνω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποτείνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποτείνω[1] < ἀπό + τείνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.poˈti.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐τεί‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

αποτείνω (παθητική φωνή: αποτείνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία