τιράζ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τιράζ < γαλλική tirage < tirer < πρωτογερμανική *teraną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *derə- (σχίζω, αρπάζω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
τιράζ ουδέτερο άκλιτο
- ο αριθμός των αντιτύπων ενός εντύπου
- Επίσης, αν αυξηθεί το τιράζ των βιβλίων, δηλαδή αν από 500-1.000 αντίτυπα περάσει στα 2.000-3.000 αντίτυπα, και αυτό θα μειώσει σημαντικά την τιμή του βιβλίου. (*)