διαλλαγή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαλλαγή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαλλαγή < διαλλάσσομαι < διά (δι-) + ἀλλάσσω / ἀλλάττω < ἄλλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂élyos
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.a.laˈʝi/ (Συγκρίνετε με το συνδιαλλαγή)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐αλ‐λα‐γή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαλλαγή θηλυκό
- (λόγιο) η συνδιαλλαγή, η συμφιλίωση, συμβιβασμός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διαλλαγή
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διαλλαγή | αἱ | διαλλαγαί |
γενική | τῆς | διαλλαγῆς | τῶν | διαλλαγῶν |
δοτική | τῇ | διαλλαγῇ | ταῖς | διαλλαγαῖς |
αιτιατική | τὴν | διαλλαγήν | τὰς | διαλλαγᾱ́ς |
κλητική ὦ! | διαλλαγή | διαλλαγαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαλλαγᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διαλλαγαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαλλαγή < διαλλάσσομαι < διά (δι-) + ἀλλάσσω / ἀλλάττω < ἄλλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂élyos
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαλλαγή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- διαλλαγή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαλλαγή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.