Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαλλάσσω < δι- (διά) + ἀλλάσσω / ἀλλάττω < ἄλλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂élyos
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: διαλλάσσομαι από τον μεσοπαθητικό τύπο

  Ρήμα επεξεργασία

διαλλάσσω (μεσοπαθητικό: διαλλάσσομαι) αττικός τύπος : διαλλάττω

  1. αλλάζω, μεταβάλλω
  2. συνδιαλλάσσω, συμφιλιώνω
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 2, 4.38
    οἱ δὲ διήλλαξαν ἐφ᾽ ᾧτε εἰρήνην μὲν ἔχειν ὡς πρὸς ἀλλήλους, ἀπιέναι δὲ ἐπὶ τὰ ἑαυτῶν ἕκαστον πλὴν τῶν τριάκοντα καὶ τῶν ἕνδεκα καὶ τῶν ἐν Πειραιεῖ ἀρξάντων δέκα.
    Με τη μεσολάβησή τους συμφιλιώθηκαν οι Αθηναίοι και συμφώνησαν να ζήσουν στα σπίτια τους — όλοι εκτός από τους Τριάντα, τους Έντεκα και τους δέκα πρώην άρχοντες του Πειραιά·
    Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
    ※  4ος↑ αιώνας Δημοσθένης, Κατὰ Μειδίου περὶ τοῦ κονδύλου, 121
    καὶ ἀξιοῦντα Ἀρίσταρχον ὅπως ἂν διαλλάξῃ αὐτῷ Δημοσθένην.
    ζητούσε επίσης επίμονα από τον Αρίσταρχο να τον συμφιλιώσει με τον Δημοσθένη.
    Μετάφραση (1989): Γ. Ξανθάκη-Καραμάνου @greek‑language.gr
  3. (αμετάβατο) (+ δοτική προσ. και αιτιατική πράγμ.(Χρειάζεται μετάφραση)) διαφέρω από κάποιον σε κάτι
  4. (αμετάβατο) διαπρέπω, υπερέχω σε κάτι
  5. (αμετάβατο) πεθαίνω
  6. (στη μέση φωνή διαλλάσσομαι) ανταλλάσσω κάτι με κάτι άλλο, εναλλάσσω
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 47.1
    ὡς δ᾽ ἤρεσκε ἀμφοτέροισι ταῦτα, ἠώς τε διέφαινε καὶ διαλλάσσοντο τὰς τάξις. γνόντες δὲ οἱ Βοιωτοὶ τὸ ποιεύμενον ἐξαγορεύουσι Μαρδονίῳ.
    Και καθώς η πρόταση αυτή ικανοποιούσε και τα δυο μέρη κι ό,τι πρόβαλλε η αυγή, άλλαζαν αμοιβαία τη θέση τους στην παράταξη. Κι οι Βοιωτοί αντιλήφτηκαν τί τρέχει και στέλνουν μήνυμα στον Μαρδόνιο.
    Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 10 (11). Ἁγησιδἀμῳ Λοκρῷ Ἐπιζεφυρίῳ παιδὶ πύκτῃ, 21 @bg
    τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ᾽ αἴθων ἀλώπηξ | οὔτ᾽ ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος.
    Ποτέ η κοκκινότριχη αλεπού | και τα λιοντάρια που βαριά βρυχιούνται το φυσικό τους ήθος δεν θα αλλάξουν.
    Μετάφραση (2004): Ιωάννης Οικονομίδης, Αθήνα: Εταιρεία Ελληνικών Τυπογραφικών Στοιχείων @greek‑language.gr
  7. (στην παθητική φωνή διαλλάσσομαι)
    1. συμφιλιώνομαι
      ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 8, 86.7
      πρὸς μὲν γὰρ σφᾶς αὐτοὺς σῳζομένης τῆς πόλεως πολλὴν ἐλπίδα εἶναι καὶ ξυμβῆναι, εἰ δὲ ἅπαξ τὸ ἕτερον σφαλήσεται, ἢ τὸ ἐν Σάμῳ ἢ ἐκεῖνοι, οὐδ᾽ ὅτῳ διαλλαγήσεταί τις ἔτι ἔσεσθαι.
      και τούτο επειδή όσο η πολιτεία άντεχε υπήρχαν πολλές ελπίδες ότι μπορούσε να γίνει συμβιβασμός μεταξύ τους, αλλά εάν είτε η πολιτεία είτε το στρατόπεδο της Σάμου έπεφτε, τότε δεν θα έμενε κανείς με τον οποίον να γίνει ο συμβιβασμός.
      Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    2. είμαι διαφορετικός

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία