διαλλάσσομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαλλάσσομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαλλάσσομαι, μεσοπαθητικός τύπος του διαλλάσσω < (διά) δι- + ἀλλάσσω / ἀλλάττω < ἄλλος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.aˈla.so.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐αλ‐λάσ‐σο‐μαι
Ρήμα επεξεργασία
διαλλάσσομαι (αποθετικό ρήμα) ενεργητικός τύπος: διαλλάζω
Συνώνυμα επεξεργασία
- συνδιαλλάσσομαι και με ενεργητικό τύπο: συνδιαλλάσσω
Συγγενικά επεξεργασία
- αδιάλλακτα / αδιάλλαχτα (επίρρημα)
- αδιάλλακτος
- αδιαλλαξία
- ευδιάλλακτος
- διαλλαγή
- διαλλακτικά (επίρρημα)
- διαλλακτικός
- διαλλακτικότητα
- διαλλακτικώς (επίρρημα)
- συνδιαλλάσσω, συνδιαλλάσσομαι & συγγενικά
→ και δείτε τις λέξεις αλλάζω και άλλος
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαλλάσσομαι
|
Πηγές επεξεργασία
- s.v. διαλλαγή - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- διαλλα- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διαλλάσσομαι
- μεσοπαθητική φωνή του ρήματος διαλλάσσω