Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαλλάσσομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαλλάσσομαι, μεσοπαθητικός τύπος του διαλλάσσω < (διά) δι- + ἀλλάσσω / ἀλλάττω < ἄλλος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.aˈla.so.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐αλ‐λάσ‐σο‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

διαλλάσσομαι (αποθετικό ρήμα) ενεργητικός τύπος: διαλλάζω

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις αλλάζω και άλλος

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διαλλάσσομαι