διαλλακτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διαλλακτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαλλακτικός < αρχαία ελληνική διαλλάσσω < (διά) + ἀλλάσσω / ἀλλάττω + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασία
διαλλακτικός, -ή, -ό
- που είναι ανοιχτός σε συμβιβασμούς, που έχει διάθεση να συζητήσει, να κάνει παραχωρήσεις για την επίλυση διαφορών, αυτός που λαμβάνει υπόψη και την αντίθετη άποψη.
- ⮡ Αν εμφανιζόσουν λίγο πιο διαλλακτικός, θα μπορούσε το αφεντικό να χαλάρωνε τη στάση του.
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διαλλακτικός < αρχαία ελληνική διαλλάσσω + ... < διά δια- + ἀλλάσσω / ἀλλάττω < ἄλλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂élyos • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασία
διαλλακτικός, -ή, -όν
Πηγές
επεξεργασία
- διαλλακτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.