conciliatory
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | conciliatory |
συγκριτικός | more conciliatory |
υπερθετικός | most conciliatory |
Επίθετο
επεξεργασίαconciliatory (en)
- διαλλακτικός, συμβιβαστικός
- ⮡ Both sides seemed conciliatory in the negotiations.
- Και οι δύο πλευρές φάνηκαν διαλλακτικές στις διαπραγματεύσεις.
- ⮡ Both sides seemed conciliatory in the negotiations.