Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνδιαλλαγή οι συνδιαλλαγές
      γενική της συνδιαλλαγής των συνδιαλλαγών
    αιτιατική τη συνδιαλλαγή τις συνδιαλλαγές
     κλητική συνδιαλλαγή συνδιαλλαγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

συνδιαλλαγή < συνδιαλλάσσω -διαλαγή κατά το αλλάζω - αλλαγή [1] < συν- + διαλλάσσω < διά (δι-) + ἀλλάσσω / ἀλλάττω < ἄλλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂élyos

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /sin.ði̯a.laˈʝi/ και /sin.ðʝa.laˈʝi/ (Συγκρίνετε με το διαλλαγή)
τυπογραφικός συλλαβισμός: συν‐δι‐αλ‐λα‐γή

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

συνδιαλλαγή θηλυκό

  1. η αποκατάσταση των φιλικών, αρμονικών σχέσεων
  2. η διαδικασία επίλυσης, διευθέτησης των διαφορών ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, δύο κράτη κλπ., συνήθως με υποχωρήσεις από και τις δύο πλευρές
    όταν η πρώτη και η δεύτερη ανάγνωση της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας αποτύχει να λήξει τον τακτικό κανόνα με έγκριση του αποτελέσματος, τότε δημιουργείται επιτροπή συνδιαλλαγής απαρτιζόμενη από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για να επέλθη συμφωνία σε τρίτη ανάγνωση

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία