συνδιαλλαγή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνδιαλλαγή < συνδιαλλάσσω -διαλαγή κατά το αλλάζω - αλλαγή [1] < συν- + διαλλάσσω < διά (δι-) + ἀλλάσσω / ἀλλάττω < ἄλλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂élyos
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sin.ði̯a.laˈʝi/ & /sin.ðʝa.laˈʝi/ (Συγκρίνετε με το διαλλαγή)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συν‐δι‐αλ‐λα‐γή
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνδιαλλαγή θηλυκό
- η αποκατάσταση των φιλικών, αρμονικών σχέσεων
- η διαδικασία επίλυσης, διευθέτησης των διαφορών ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, δύο κράτη κλπ., συνήθως με υποχωρήσεις από και τις δύο πλευρές
- ↪ όταν η πρώτη και η δεύτερη ανάγνωση της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας αποτύχει να λήξει τον τακτικό κανόνα με έγκριση του αποτελέσματος, τότε δημιουργείται επιτροπή συνδιαλλαγής απαρτιζόμενη από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για να επέλθη συμφωνία σε τρίτη ανάγνωση
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις διαλλάσσομαι, αλλάζω και άλλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνδιαλλαγή
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συνδιαλλαγή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας