συνθηκολόγηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνθηκολόγηση | οι | συνθηκολογήσεις |
γενική | της | συνθηκολόγησης* | των | συνθηκολογήσεων |
αιτιατική | τη | συνθηκολόγηση | τις | συνθηκολογήσεις |
κλητική | συνθηκολόγηση | συνθηκολογήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνθηκολογήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνθηκολόγηση < συνθηκολογώ (η λέξη φαίνεται να πρωτοεμφανίζεται το 1880) / συνθήκ(η) + -ο- + -λόγηση
Ουσιαστικό επεξεργασία
συνθηκολόγηση θηλυκό
- η σύναψη συνθήκης, κυρίως μετά από εμπόλεμη κατάσταση
- (κατ’ επέκταση) το σταμάτημα της εμπόλεμης κατάστασης