Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

παραδίδομαι,υποχορώ

  Ρήμα επεξεργασία

συνθηκολογώ

  • παύω να αντιστέκομαι στον αντίπαλο
    αποφάσισε επιτέλους να συνθηκολογίσει με τον μεγαλύτερό του εχθρό · τον εαυτό του.

  Μεταφράσεις επεξεργασία