↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμφιλίωση οι συμφιλιώσεις
      γενική της συμφιλίωσης* των συμφιλιώσεων
    αιτιατική τη συμφιλίωση τις συμφιλιώσεις
     κλητική συμφιλίωση συμφιλιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμφιλιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμφιλίωση < μεσαιωνική ελληνική συμφιλίωσις[1] < ελληνιστική κοινή φιλιόω < αρχαία ελληνική φίλος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /siɱ.fiˈli.o.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμ‐φι‐λί‐ω‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συμφιλίωση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. συμφιλίωσις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)