Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συμφιλίωσις, -εως θηλυκό

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία