Ετυμολογία

επεξεργασία
διαπρέπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαπρέπω < δια- + πρέπω (φαίνομαι καλά, ξεχωρίζω)

διαπρέπω, αόρ.: διέπρεψα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία