pick
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pick | picks |
pick (en)
- ο κασμάς
- λεπτό εργαλείο για το άνοιγμα κλειδαριάς χωρίς το κλειδί
- (μουσική) το πλήκτρο, η πένα
- η επιλογή
- είδους χτένα με λίγα μεγάλα δόντια
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | pick |
γ΄ ενικό ενεστώτα | picks |
αόριστος | picked |
παθητική μετοχή | picked |
ενεργητική μετοχή | picking |
pick (en)
- επιλέγω, διαλέγω
- συλλέγω, μαζεύω (λουλούδια, φρούτα κλπ.)
- (μουσική) χρησιμοποιώ πλήκτρο για να χτυπήσω χορδή
- σκαλίζω (τη μύτη)