pick
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | pick |
γ΄ ενικό ενεστώτα | picks |
αόριστος | picked |
παθητική μετοχή | picked |
ενεργητική μετοχή | picking |
pick (en)
- επιλέγω, διαλέγω
- συλλέγω, μαζεύω (λουλούδια, φρούτα κλπ.)
- (μουσική) χρησιμοποιώ πλήκτρο για να χτυπήσω χορδή
- σκαλίζω (τη μύτη)