pick apart
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ενεστώτας | pick apart |
γ΄ ενικό ενεστώτα | picks apart |
αόριστος | picked apart |
παθητική μετοχή | picked apart |
ενεργητική μετοχή | picking apart |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
pick apart (en)
- κομματιάζω, χωρίζω σε κομμάτια, αποσπώ κομμάτι
- αναλύω, κριτικάρω (συνήθως αρνητικά)