pick on
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | pick on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | picks on |
αόριστος | picked on |
παθητική μετοχή | picked on |
ενεργητική μετοχή | picking on |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαpick on (en)
- τα βάζω με κάποιον, μεταχειρίζομαι κάποιον άδικα, κατηγορώντας, επικρίνοντάς τον ή τιμωρώντας τον
- ⮡ Why is he always picking on me?
- Γιατί τα βάζει διαρκώς μαζί μου;
- ⮡ Why is he always picking on me?
Πηγές
επεξεργασία- pick on - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 153. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάζω