ενεστώτας pick on
γ΄ ενικό ενεστώτα picks on
αόριστος picked on
παθητική μετοχή picked on
ενεργητική μετοχή picking on

  Ετυμολογία

επεξεργασία
pick on < → δείτε τις λέξεις pick και on

pick on (en)

  • τα βάζω με κάποιον, μεταχειρίζομαι κάποιον άδικα, κατηγορώντας, επικρίνοντάς τον ή τιμωρώντας τον
    ⮡  Why is he always picking on me?
    Γιατί τα βάζει διαρκώς μαζί μου;