unexceptional
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | unexceptional |
συγκριτικός | more unexceptional |
υπερθετικός | most unexceptional |
Ετυμολογία
επεξεργασία- unexceptional < un- + exceptional
Επίθετο
επεξεργασίαunexceptional (en)
παραθετικά | |
θετικός | unexceptional |
συγκριτικός | more unexceptional |
υπερθετικός | most unexceptional |
unexceptional (en)