Επίθετο

επεξεργασία

mid (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. στη μέση του κάτι
    ⮡  in mid-summer - στη μέση του καλοκαιριού
    ⮡  since the mid-nineties - από τα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα
     συνώνυμα: middle
  2. (αργκό) παρακατιανός
    ⮡  a mid lawyer - παρακατιανός δικηγόρος
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη mediocre