ενικός         πληθυντικός  
médiocre médiocres

  Επίθετο

επεξεργασία

médiocre (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. μέτριος
  2. (σκωπτικό) σχετικά κακός σε κάτι
  3. περιορισμένος