médiocre
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
médiocre | médiocres |
Επίθετο
επεξεργασίαmédiocre (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- μέτριος
- (σκωπτικό) σχετικά κακός σε κάτι
- περιορισμένος
ενικός | πληθυντικός |
médiocre | médiocres |
médiocre (fr) αρσενικό ή θηλυκό