αποτιμώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποτιμώ < (καθαρεύουσα) ἀποτιμῶ < αρχαία ελληνική ἀποτιμάω - ἀποτιμῶ < ἀπό + τιμάω-ῶ
Ρήμα
επεξεργασίααποτιμώ, πρτ.: αποτιμούσα, στ.μέλλ.: θα αποτιμήσω, αόρ.: αποτίμησα, παθ.φωνή: αποτιμώμαι
- εκτιμώ, υπολογίζω το τελικό όφελος ή ζημία, υπολογίζω την οικονομική αξία
- (μεταφορικά) εκτιμώ το κέρδος ή τις απώλειες σε εξελίξεις και καταστάσεις, κάνω απολογισμό, αξιολογώ κάτι γενικά
- η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος συνεδρίασε για να αποτιμήσει το εκλογικό αποτέλεσμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποτιμάω - αποτιμώ | αποτιμούσα | θα αποτιμάω - αποτιμώ | να αποτιμάω - αποτιμώ | αποτιμώντας | |
β' ενικ. | αποτιμάς | αποτιμούσες | θα αποτιμάς | να αποτιμάς | αποτίμα - αποτίμαγε | |
γ' ενικ. | αποτιμάει - αποτιμά | αποτιμούσε | θα αποτιμάει - αποτιμά | να αποτιμάει - αποτιμά | ||
α' πληθ. | αποτιμάμε - αποτιμούμε | αποτιμούσαμε | θα αποτιμάμε - αποτιμούμε | να αποτιμάμε - αποτιμούμε | ||
β' πληθ. | αποτιμάτε | αποτιμούσατε | θα αποτιμάτε | να αποτιμάτε | αποτιμάτε | |
γ' πληθ. | αποτιμάν(ε) - αποτιμούν(ε) | αποτιμούσαν(ε) | θα αποτιμάν(ε) - αποτιμούν(ε) | να αποτιμάν(ε) - αποτιμούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποτίμησα | θα αποτιμήσω | να αποτιμήσω | αποτιμήσει | ||
β' ενικ. | αποτίμησες | θα αποτιμήσεις | να αποτιμήσεις | αποτίμα - αποτίμησε | ||
γ' ενικ. | αποτίμησε | θα αποτιμήσει | να αποτιμήσει | |||
α' πληθ. | αποτιμήσαμε | θα αποτιμήσουμε | να αποτιμήσουμε | |||
β' πληθ. | αποτιμήσατε | θα αποτιμήσετε | να αποτιμήσετε | αποτιμήστε | ||
γ' πληθ. | αποτίμησαν αποτιμήσαν(ε) |
θα αποτιμήσουν(ε) | να αποτιμήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποτιμήσει | είχα αποτιμήσει | θα έχω αποτιμήσει | να έχω αποτιμήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποτιμήσει | είχες αποτιμήσει | θα έχεις αποτιμήσει | να έχεις αποτιμήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποτιμήσει | είχε αποτιμήσει | θα έχει αποτιμήσει | να έχει αποτιμήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποτιμήσει | είχαμε αποτιμήσει | θα έχουμε αποτιμήσει | να έχουμε αποτιμήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποτιμήσει | είχατε αποτιμήσει | θα έχετε αποτιμήσει | να έχετε αποτιμήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποτιμήσει | είχαν αποτιμήσει | θα έχουν αποτιμήσει | να έχουν αποτιμήσει |
|