ενεστώτας assess
γ΄ ενικό ενεστώτα assesses
αόριστος assessed
παθητική μετοχή assessed
ενεργητική μετοχή assessing

assess (en)

  1. αποτιμώ, εκτιμώ, υπολογίζω
    ⮡  I am assessing the risks.
    Εκτιμώ τους κινδύνους.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη evaluate
  2. επιβάλλω ποινή (σε άθλημα)
  3. καταλογίζω (φόρο)