απολογισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απολογισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπολογισμός αρσενικό
- η μεθοδική καταγραφή των λογαριασμών διαχειρίσεως
- η έκθεση και δικαιολόγηση πράξεων για τις οποίες είναι κανείς υπεύθυνος