↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο απολογισμός οι απολογισμοί
      γενική του απολογισμού των απολογισμών
    αιτιατική τον απολογισμό τους απολογισμούς
     κλητική απολογισμέ απολογισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απολογισμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

απολογισμός αρσενικό

  1. η μεθοδική καταγραφή των λογαριασμών διαχειρίσεως
  2. η έκθεση και δικαιολόγηση πράξεων για τις οποίες είναι κανείς υπεύθυνος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία