αντικειμενικός
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντικειμενικός < αντικείμενο + -ικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική objectif • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίααντικειμενικός, ή, -ό
- που αναφέρεται στην πραγματικότητα έτσι όπως πραγματικά είναι και όχι όπως την αντιλαμβάνεται ένα υποκείμενο
- που δεν παραποιεί τα γεγονότα ανάλογα με τις απόψεις του, αλλά τα παρουσιάζει έτσι όπως είναι πραγματικά
- (γραμματική) χαρακτηρισμός μιας γενικής που λειτουργεί ως αντικείμενο σε ένα άλλο ουσιαστικό
- στη φράση "αγορά επίπλων" η λέξη επίπλων είναι γενική αντικειμενική στο αγορά, διότι αν το τελευταίο μετατραπεί σε ρήμα, η γενική θα μετατραπεί σε αντικείμενο του ρήματος (αγοράζω έπιπλα)
- (γραμματική) χαρακτηρισμός σύνθετης λέξης στην οποία το ένα συνθετικό είναι αντικείμενο του άλλου