recount
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
recount | recounts |
recount (en)
- η νέα καταμέτρηση ψήφων, εκ νέου καταμέτρηση
- ⮡ There is a recount in eight districts.
- Υπάρχει νέα καταμέτρηση ψήφων σε οκτώ περιφέρειες.
- ⮡ There is a recount in eight districts.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- recount στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | recount |
γ΄ ενικό ενεστώτα | recounts |
αόριστος | recounted |
παθητική μετοχή | recounted |
ενεργητική μετοχή | recounting |
recount (en)
- καταμετρώ ξανά, εκ νέου
- ⮡ He tries to recount the votes.
- Προσπαθεί να καταμετρήσει εκ νέου τις ψήφους.
- ⮡ He tries to recount the votes.
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- recount < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | recount |
γ΄ ενικό ενεστώτα | recounts |
αόριστος | recounted |
παθητική μετοχή | recounted |
ενεργητική μετοχή | recounting |
recount (en)