Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνηθέστερος η συνηθέστερη το συνηθέστερο
      γενική του συνηθέστερου της συνηθέστερης του συνηθέστερου
    αιτιατική τον συνηθέστερο τη συνηθέστερη το συνηθέστερο
     κλητική συνηθέστερε συνηθέστερη συνηθέστερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνηθέστεροι οι συνηθέστερες τα συνηθέστερα
      γενική των συνηθέστερων των συνηθέστερων των συνηθέστερων
    αιτιατική τους συνηθέστερους τις συνηθέστερες τα συνηθέστερα
     κλητική συνηθέστεροι συνηθέστερες συνηθέστερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνηθέστερος < συνήθης, σύνηθ-εσ-τερος

  Επίθετο επεξεργασία

συνηθέστερος

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία