Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -έστερος η -έστερη το -έστερο
      γενική του -έστερου της -έστερης του -έστερου
    αιτιατική τον -έστερο τη(ν) -έστερη το -έστερο
     κλητική -έστερε -έστερη -έστερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -έστεροι οι -έστερες τα -έστερα
      γενική των -έστερων των -έστερων των -έστερων
    αιτιατική τους -έστερους τις -έστερες τα -έστερα
     κλητική -έστεροι -έστερες -έστερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-έστερος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -έστερος

  Επίθημα επεξεργασία

-έστερος, -η, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • -έστερα (για τον σχηματισμό του συγκριτικού βαθμού επιρρημάτων

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική -έστερος -εστέρ τὸ -έστερον
      γενική τοῦ -εστέρου τῆς -εστέρᾱς τοῦ -εστέρου
      δοτική τῷ -εστέρ τῇ -εστέρ τῷ -εστέρ
    αιτιατική τὸν -έστερον τὴν -εστέρᾱν τὸ -έστερον
     κλητική ! -έστερε -εστέρ -έστερον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ -έστεροι αἱ -έστεραι τὰ -έστερ
      γενική τῶν -εστέρων τῶν -εστέρων τῶν -εστέρων
      δοτική τοῖς -εστέροις ταῖς -εστέραις τοῖς -εστέροις
    αιτιατική τοὺς -εστέρους τὰς -εστέρᾱς τὰ -έστερ
     κλητική ! -έστεροι -έστεραι -έστερ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ -εστέρω τὼ -εστέρ τὼ -εστέρω
      γεν-δοτ τοῖν -εστέροιν τοῖν -εστέραιν τοῖν -εστέροιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-έστερος < -τερος (για επίθετα που το θέμα τους λήγει σε —εσ: συνεχής (θέμα: συνεχεσ–)

  Επίθημα επεξεργασία

-έστερος, -εστέρα, -έστερον

Δείτε επίσης επεξεργασία