επικράτηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επικράτηση | οι | επικρατήσεις |
γενική | της | επικράτησης* | των | επικρατήσεων |
αιτιατική | την | επικράτηση | τις | επικρατήσεις |
κλητική | επικράτηση | επικρατήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επικρατήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επικράτηση < αρχαία ελληνική ἐπικράτησις
Ουσιαστικό επεξεργασία
επικράτηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επικρατώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
επικράτηση